πεπλος

πεπλος
    πέπλος
    ὅ
    1) покров, покрывало
    

ἔνθ΄ ἐνὴ πέπλοι βεβλήατο Hom. — здесь были постланы покрывала

    2) платье, одежда (преимущ. женская - π. ποικίλος Hom., реже мужская, просторная и длинная Trag.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πεπλος" в других словарях:

  • πέπλος — any woven cloth masc nom sg πεπλος with a single sole masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλος — πέπλος, ο βλ. πέπλο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέπλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (64 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Βρυσούλα (...κάτ., υψόμ. 30 μ.), η Γεμιστή (...… …   Dictionary of Greek

  • πέπλοις — πέπλος any woven cloth masc dat pl πέπλος any woven cloth neut dat pl πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλοισι — πέπλος any woven cloth masc dat pl (epic ionic aeolic) πέπλος any woven cloth neut dat pl (epic ionic aeolic) πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλοισιν — πέπλος any woven cloth masc dat pl (epic ionic aeolic) πέπλος any woven cloth neut dat pl (epic ionic aeolic) πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλον — πέπλος any woven cloth masc acc sg πεπλος with a single sole masc/fem acc sg πεπλος with a single sole neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλων — πέπλος any woven cloth masc gen pl πέπλος any woven cloth neut gen pl πεπλος with a single sole masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλως — πέπλος any woven cloth masc acc pl (doric) πεπλος with a single sole adverbial πεπλος with a single sole masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλα — πέπλος any woven cloth neut nom/voc/acc pl πεπλος with a single sole neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλοι — πέπλος any woven cloth masc nom/voc pl πεπλος with a single sole masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»